- παιδονομικός
- παιδο-νομικός, ή, όν,A concerning
παιδονόμοι, νόμος SIG577.54
(Milet., iii/ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδονόμοι, νόμος SIG577.54
(Milet., iii/ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδονομικός — ή, ὁ (Α παιδονομικός, ή, όν) [παιδονόμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιδονόμο ή στην παιδονομία … Dictionary of Greek